- ἀπόκλασμα
- ἀπό-κλασμα, ατος, τό,A fracture near a joint, Hp.Off.23.2 morsel of bread, Alex.Trall.7.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπόκλασμα — fracture near a joint neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκλάσματα — ἀπόκλασμα fracture near a joint neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκλάσματος — ἀπόκλασμα fracture near a joint neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύρνος — ὁ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ψωμός» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ ἀπόκλασμα τοῡ ἄρτου» 3. στον πληθ. πύρνοι (κατά τον Ησύχ.) «ζειαὶ κνηστώδεις, ἤ ὁ κατειργασμένος σῑτος, ἄλλοι χόρτας, ἄλλοι μαγίδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek